- πεντάδραχμος
- -η, -οαυτός που έχει αξία πέντε δραχμών.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πεντάδραχμος — η, ο, ουδ. και πεντόδραμο / πεντάδραχμος και πεντέδραχμος, ον, Α 1. αυτός που έχει αξία πέντε δραχμών 2. το ουδ. ως ουσ. το πεντάδραχμο και πεντόδραχμο νόμισμα αξίας πέντε δραχμών αρχ. αυτός που έχει βάρος πέντε δραχμών. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * /… … Dictionary of Greek
πεντάδραχμον — πεντάδραχμος of the weight masc/fem acc sg πεντάδραχμος of the weight neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πενταδράχμου — πεντάδραχμος of the weight masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πενταδράχμους — πεντάδραχμος of the weight masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πενταδράχμων — πεντάδραχμος of the weight masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεντάδραχμα — πεντάδραχμος of the weight neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ESTERLINGUS sus STERLINGUS — voces Anglis, et inde coeteris nationibus familiares, in re monetaria: Significant autem modo monetarium pondus, ut in Assisia Davidis I. Scot. Regis de Ponder. et Mens. Inprimis sterlingus dehet ponderare 32. grana boni et rotundi frumenti: modo … Hofmann J. Lexicon universale
πεντέδραχμος — ον, Α βλ. πεντάδραχμος … Dictionary of Greek
πεντα- — και πεντ και πενθ , ΝΜΑ, πεντο , Ν, πεντε , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο αριθμητικό πέντε και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό υπάρχει ή γίνεται πέντε φορές (πρβλ. πεντά γωνος, πεντα… … Dictionary of Greek
πεντόδραχμο — το βλ. πεντάδραχμος … Dictionary of Greek